Μέρος 4 : Αρβανίτικα ανέκδοτα και ιστορίες από την Αναστασία

Μέρος 4 : Αρβανίτικα ανέκδοτα και ιστορίες από την Αναστασία

Μέρος 4 : Αρβανίτικα ανέκδοτα και ιστορίες από την Αναστασία.

Καθημερινές ιστορίες ενός αρβανιτοχωριού… που όμως πέρασαν από στόμα σε στόμα αλλά και από γενιά σε γενιά έως και σήμερα.

Ιστορίες στα αρβανίτικα, την γλώσσα που μιλούσαν οι πατεράδες μας μα και οι παππούδες μας, που όμως μας αναγκάζουν

να γυρίσουμε το χρόνο πίσω με νοσταλγία να αναπολήσουμε αυτές τις ωραίες εποχές, τις οποίες συγκρίνοντας με το λαβύρινθο

της μιζέριας αλλά και της καθημερινής μας ρουτίνας, μπορούμε να κάνουμε υποκειμενικές διαπιστώσεις.

Ο ΜΠΑΤΣ ΠΑΝΑΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΠΕΘΕΡΑ

Ερημόκαστρο (ΘΕΣΠΙΕΣ) 1946, ο εμφύλιος μόλις είχε ξεκινήσει, η χώρα βυθίζεται στο χάος , όλοι οι κάτοικοι του χωριού είναι ανήσυχοι

και τρομαγμένοι από τα γεγονότα που τρέχουν, όμως όχι όλοι ο Μπάτς Παναής ποσώς που σπάει το κεφάλι του,

το μυαλό του είναι στραμμένο στην καλοστεκούμενη συμπεθέρα την οποία έχει βάλει στο μάτι και ινάτι αμανάτι θέλει να την << γευθεί >>.

Ένα πρωινό όταν όλη η οικογένεια έχει πάει στα χωράφια για όργωμα, αυτός αρπάζει την ευκαιρία και λέει στην συμπεθέρα

να πάνε να μαζέψουν χόρτα και να δουν το αμπέλι που ήταν προίκα ή εάν ήθελε κλάδεμα.

Το αμπέλι βρισκόταν προς το χωριό Παλιοπαναγιά και όταν έφτασαν, είδαν τα χωράφια, και μάζεψαν χόρτα, εμφανίζονται δύο << μιλημένοι >>

από τον Μπάτς Παναή οπλισμένοι αντάρτες οι οποίοι αμέσως τους ρώτησαν Τσί γιένη γιούβε, δηλαδή Τι είσαστε εσείς ;

Ο Μπάτς Παναής έκανε τον φοβισμένο και τους απάντησε αμέσως. Ανδρόγυνο. Με βλοσυρό ύφος οι δύο ψευτοαντάρτες τους διέταξαν να τους δείξουν το στεφανοχάρτι.

Έκπληκτος ο Μπάτς Παναής τους απαντά, Τσ ΄ θώνι νάνι γιούβε , γιένι φάρε μίρ ΄ τ΄ κέμι στεφανοχάρτ κουτού ν ΄ άρ ; (Τι λέτε τώρα εσείς;

Είσαστε καθόλου καλά, να έχουμε το στεφανοχάρτι εδώ στα χωράφια;). Με αυστηρό ύφος και με σοβαροφάνεια αυτοί τους έδωσαν την εξής απάντηση,

Πώ νούκου κένι στεφανοχάρτ , πρέπ ΄ τ ΄ κίχενι κουτού ρ ΄παρά ν ΄μούα >> . Και αμέσως σήκωσε απειλητικά το όπλο του,

δηλαδή αφού δεν έχετε στεφανοχάρτι πρέπει να κάνετε έρωτα εδώ μπροστά μας.

Η συμπεθέρα φοβισμένη δέχτηκε να κάνει έρωτα και πριν την πράξη σιγοψιθύρισε στον Μπάτς Παναή τα εξής : Μώς εβέ Μπέρδα αλλά τ ΄βέι τσούνα

τέντρα κ ΄ τέντρα (Μην την βάλεις μέσα αλλά να πηγαίνει η τσούνα πέρα – δώθε). Ο αντάρτης που είχε στήσει αυτί αμέσως με βλοσυρό ύφος

έδωσε την εξής διαταγή, Σκά τέντρα κ΄τέντρα , Μπέρδα εδέ τέ σιώχ.

Το περιστατικό αυτό έγινε αμέσως γνωστό στο γιό του Μπάτς – Παναή, ο οποίος σταμάτησε να μιλά στον πατέρα του. Ο Μπάτς Παναής προσπάθησε

να τα βρει με τον γιό του αλλά αυτός ήταν ανένδοτος ώσπου εκνευρισμένος ο γέρος μια ημέρα που τα είχε πιει σε μια ταβέρνα, είπε στην παρέα του

το εξής σπαραχτικό, Αϊ Κιαρατάϊ ι μ΄ μπίρ νιζέτ βίτρα ί ΄κίχενιe Μ΄μν εδέ σμού θα νι φιάλλ΄πάλιο, Νί χέρ Ικίβα πεθερέν εδέ ί κακοντίνν,

δηλαδή αυτός ο κερατάς ο γιός μου 20 χρόνια κάνω έρωτα με την μάννα του και δεν μου είπε μία παλιοκουβέντα,

μία φορά έκανα έρωτα με την πεθερά του και του κακοφάνηκε.

Το γέλιο φυσικά που ακολούθησε στην κρασοπαρέα που ήταν στο μαγαζί απερίγραπτο.

Τ’ ΜΑΡ ΓΚΡΟΥΛ ΜΠΟΥΚΟΥΡ ΕΔΕ ΕΒΟΓΚ’ΛΛ – Η ΓΚΡΟΥΑ ΕΜΑΔΕ ΕΔΕ ΜΕ ΠΑΡΑ

Τα δύο φιλαράκια σύχναζαν στην δεκαετία του 1930 στην ταβέρνα του Λάμπρου Αποστόλη στον πάνω Μαχαλά όπου έπιναν τα ποτηράκια τους.

Ο ένας ο πιο μεγάλος , που τον έλεγαν Γιώργο , ο οποίος ήταν και παντρεμένος , σε μια στιγμή ευφορίας ρώτησε τον φιλαράκο του

τον Κώτσο, Ρέ Κώτς ψέ νούκου μαρτόνε ; (Ρέ Κώτσο γιατί δεν παντρεύεσαι;).

Ο Κώτσος τον κοίταξε με ένα ύφος προβληματισμού δίνοντάς του την εξής απάντηση, Ρε Γιώργ’ ξ’ ντι τσι τ’ μάρ Μπούκουρ

εδέ εβογκ’λλ ότε κίν τ’ τιέρ, πο τ΄μάρ μάδε εδέ με παρά νούκου ο σιώχετ΄φάρε, δηλαδή Ρε Γιώργο δεν ξέρω τι να πάρω,

αν πάρω όμορφη και μικρή θα μου την Γ….. άλλοι, αν πάρω μεγάλη και με λεφτά δεν θα βλέπεται καθόλου.

Και ο αθυρόστομος Γιώργος του ανταπάντησε με το εξής ξεκαρδιστικό, Μ’ μήρ κατσίκ εδέ Τε χάν εδέ τ΄τιέρ , παρά μούτ εδέ Τε χάς βέτ ‘ μ

(Πιο καλό κατσίκι και ας φάνε και άλλοι, παρά σκατά και να τα τρως μόνος σου).

Και βέβαια, έγινε ο χαμός από τα γέλια μέσα στην ταβέρνα.

Μέρος 4 : Αρβανίτικα ανέκδοτα και ιστορίες από την Αναστασία.

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

error: Content is protected !!