Αλησμόνητες απόκριες κάποτε στο Κορωπί – Μέρος 2

Αλησμόνητες απόκριες κάποτε στο Κορωπί – Μέρος 2

Αλησμόνητες απόκριες κάποτε στο Κορωπί – Μέρος 2.

Μεγαλωμένοι στην ίδια γειτονιά σαν αδέρφια, δεν υπήρχε δόλος και ο κάθε νέος ήξερε πως είχε και αυτός αδερφή και δεν θα ήθελε καμία προσβολή.

Την αρχή του χορού την άρχιζαν οι γεροντότεροι, οι πιο σεβάσμιοι. Σηκώνονταν ένας – ένας, έφερναν μια δυο βόλτες στο χορό,

όρθωναν το γέρικο κορμί τους, χτυπούσαν πότε – πότε τα πόδια τους με δύναμη επάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο, δείχνοντας έτσι

την παλιά λεβεντιά και μετά παραχωρούσαν στον επόμενο το μαντήλι που κρατούσαν. Και τα παιδιά μαζί, κοντά τους,

έμπαιναν και εκείνα στο χορό, έπιαναν το τέλος του κύκλου και όταν έφτανε η σειρά τους να είναι πρώτοι, έπαιρναν θάρρος, πηδούσαν,

κοκκίνιζαν τα μάγουλά τους, χτυπούσε ο παππούς, η γιαγιά παλαμάκια, και στα ξερικά χείλη τους ανθούσε ένα χαμόγελο.

Τα παιδιά συνόδευαν πάντα τις μάνες σε όλα τα γλέντια, μοιραζόντουσαν μαζί και τη λύπη και τη χαρά και όταν ο ύπνος

έκλεινε τα βλέφαρά τους μια αγκαλιά άνοιγε να αποκοιμηθούν. Το τραγούδι, ο θόρυβος γινόντουσαν το γλυκό νανούρισμα

που τα βύθιζε σε κόσμο παραμυθένιο. Την ώρα του μεγάλου γλεντιού, η πόρτα άνοιγε κάθε τόσο για να μπει κάποιος γείτονας.

Χαιρετούσε εγκάρδια και αν κρατούσε μαγκούρα από συνήθεια η από ανάγκη τη σήκωνε θριαμβευτικά, τη χτυπούσε κάτω,

λέγοντας: «σ’ αυτήν τη γη που την πατούμε όλοι μέσα θέ να μπούμε» και όλοι συμφωνούσαν με υψωμένα τα γεμάτα ποτήρια.

Μετά τα πρώτα ποτήρια, θυμόταν τη γυναίκα του, που έμενε μόνη, πεταγόταν μέχρις εκεί, την ξυπνούσε και τη συμβούλευε να ντυθεί.

Εκείνη δήθεν σαστισμένη αρνιόταν στην αρχή, μετά όμως φορούσε το καλοσιδερωμένο μαντήλι της, τα ρούχα της από την ντουλάπα,

έριχνε και μια ματιά στον καθρέπτη για να δει το άβαφο πρόσωπό της και ακολουθούσε τον άνδρα της. Πριν ξεκινήσουν

είχε γίνει και η απαραίτητη κουβέντα «- Πρόσεχε μην πίνεις, θα είναι και ξένοι άνθρωποι εκεί, έχεις παιδιά να παντρέψεις,

ποιος θα σε κάνει συμπέθερο;». Ο άνδρας όμως όταν μπει στο κέφι δίνει όλο του τον εαυτό και ας έλεγε η γυναίκα του.

Και τα γλέντια αυτά κρατούσαν μέχρι να σβήσουν τα τελευταία φώτα, μετά μέσα στο σκοτάδι έπαιρναν

το δρόμο του σπιτιού τους. Στο δρόμο όλο και χτυπούσαν μία πόρτα.

Ωραία εποχή, όταν συγγενείς και γείτονες γλεντούσαν όλοι, ενωμένοι. Καθαρή Δευτέρα για όλους άρχιζε η μεγάλη νηστεία.

Ό,τι είχε απομείνει από την προηγούμενη ημέρα σε κρέας το πετούσαν στο σκύλο, που πρόσμενε με πονηρό βλέμμα σε μια γωνιά

ή σε κάποιον περαστικό ζητιάνο. Δεν υπήρχαν ψυγεία για να τα διατηρήσουν, εκτός από το «φανάρι», που κρεμόταν

σε δροσερό μέρος του χαγιατιού και φύλαγαν για λίγη ώρα τα φαγητά τους.

Η Καθαρή Δευτέρα ήταν μια μέρα όπως όλες οι άλλες. Οι άνδρες ξεκινούσαν για την εργασία τους σε κάποιο κτήμα,

για λίγες ώρες μια που είχαν ξενυχτίσει, κουβάλαγαν μαζί τους το ταγάρι με τα νηστίσιμα, όπως χαλβά, ταραμά, φρέσκα κρεμμύδια,

τουρσιά, λαγάνες από το δικό τους φούρνο. Ο δημόσιος δρόμος και η αγορά ήσυχη. Στα καφενεία οι ίδιοι άνθρωποι.

Αλησμόνητες απόκριες κάποτε στο Κορωπί – Μέρος 2…

Έξω στον κάμπο προς το Πάτημα, που και που ένα αυτοκίνητο, άφηνε τη σιλουέτα του να διαγράφεται από μακριά

και έτρεχε ανάμεσα στα καλλιεργημένα αμπέλια. Αυτοκίνητα ιδιωτικά ήταν σπάνια, καθώς δίκυκλα, τρίκυκλα, ούτε και αυτά τα φορτηγά.

Οι πλούσιοι των μεγάλων πόλεων, όσοι οδηγούσαν αυτοκίνητο, προτιμούσαν μια εκδρομή μέχρι την Κηφισιά, το Φάληρο,

ίσως τη Γλυφάδα. Τα χωριά της Αττικής και αυτό το Σούνιο ήταν γι’ αυτούς πραγματικό ταξίδι, ήταν μακριά.

Οι χιλιάδες κάτοικοι των πόλεων προτιμούσαν να κάνουν εκδρομή σε κάποιο κοντινό λόγο.

Δεν υπήρχαν συγκοινωνίες εύκολες και οι Αθηναίοι, όλοι από κάποια επαρχία φερμένοι, έκαναν τα πρώτα τους βήματα

στην εργασία τους, στο εμπόριο και την επιστήμη. Ζούσαν με πολλές στερήσεις.

Η Καθαρά Δευτέρα δεν ταίριαζε ούτε στους κατοίκους του Κορωπίου, αφού μια ολόκληρη ζωή την περνούσαν έξω στην ύπαιθρο,

τώρα τι θα ένιωθαν περισσότερο; Και έμειναν οι χαρταετοί για τα παιδιά, που κάθε ένα από αυτά τον έφτιαχνε

με το δικό του γούστο, για αυτό ποτέ δεν ταίριαζε ο ένας με τον άλλον.

Για να τους πετούν, ο κατάλληλος τόπος ήταν η Δεξαμενή με τον αέρα και μακριά από καλώδια και σπίτια.

Και γέμιζε ο ανοιξιάτικος ουρανός με δεκάδες χρωματιστούς χαρταετούς και μαζί τους ταξίδευαν και οι σκέψεις αυτών που τους ατένιζαν.

Την άλλη μέρα το απόγευμα η παράδοση ξαναζούσε. Ήταν η ημέρα για τα «κοκά της γιαγιάς», δηλαδή τα γλυκά και τα δώρα

για την κάθε γιαγιά. Ποιος δεν είχε πάρει την ευχή της γιαγιάς, όταν περίμενε με το βλέμμα της καρφωμένο προς την εξώπορτα

να δει κάποιον εγγονό, κάποια εγγονή να της πηγαίνει, όπως κάθε τέτοια ημέρα, τα δώρα, ριγμένα μέσα σε ένα

καινούργιο ταγάρι κρεμασμένο στην λεπτή τους πλάτη.

Φιλούσαν το χέρι της γιαγιάς και αυτή με το χαμόγελο στα γέρικά της χείλη έβαζε με τρόπο στο τσεπάκι του μικρού λίγες δραχμούλες.

Τι είχε το ταγάρι; Λίγο καφέ, ζάχαρη, χαλβά, δύο – τρία πορτοκάλια, λίγες σταφίδες αγοραστές, σύκα και ένα μαντήλι.

Αλησμόνητες απόκριες κάποτε στο Κορωπί – Μέρος 2…

Το μαντήλι πάντα μαύρο, αφού η γιαγιά πάντα κάποιον πενθούσε. Κάθε απόγευμα κείνης της Τρίτης

γέμιζαν οι δρόμοι από παιδιά γεμάτα υπερηφάνεια για το σκοπό που πήγαιναν να εκτελέσουν.

Τότε δεν υπήρχαν βαλιτσάκια ή σακίδια εκδρομικά και το ταγάρι ήταν ό,τι χρειαζόταν για να μεταφέρουν τα πράγματά τους.

Όταν δεν υπήρχαν παιδιά ή κόρη ή η νύφη έπαιρναν οι ίδιες το ταγάρι κάτω από τη μασχάλη τους και ξεκινούσαν για το πατρικό τους σπίτι.

Ήταν δείγμα ευγνωμοσύνης σε αυτή τη γριά μάνα που τόσα είχε κάνει για τα παιδιά της. Η μάνα, η κάθε μάνα, όσα κτήματα και αν είχε

πάρει προίκα, όσο καλά και αν περνούσε με τη νύφη της, με το γιό της, πάντα περίμενε εκείνη την Τρίτη το ταγάρι από όλα τα παιδιά.

Με πόση χαρά άνοιγε το ταγάρι, που κάποτε το είχε υφάνει η ίδια, να βγάλει τον φρεσκοκομμένο καφέ, να γεμίσει την καφετιέρα,

τη ζάχαρη να τη βάλει και αυτή στο κουτί της, που πρόχειρα το ακουμπούσε σε μια γωνιά επάνω στο τζάκι. Να μοιραστεί

τα δώρα και με τα άλλα εγγόνια, τα παιδιά δηλαδή του μικρού γιου.

Ας είναι καλά ο γιός μου, έλεγε που την είχε κοντά του, αφού και σε αυτόν άφηνε τα περισσότερα κτήματά της.

Και κάθε κοπέλα, όταν αρραβωνιαζόταν τον τελευταίο γιο μιας οικογένειας, ήξερε πώς ο κλήρος έπεφτε σε αυτήν

για να περιποιηθεί τους γέρους γονείς με στοργή, με υπακοή και σεβασμό, γι’ αυτούς που της παρέδιδαν

το νοικοκυριό τους, το μόχθο μιας ολόκληρης ζωής.

Σε μερικά σπίτια όταν η γιαγιά ήταν σε μεγάλη ηλικία, τη φώναζαν «καλιέ», έτσι τη φώναζε η νύφη της, οι γείτονες και οι γνωστές.

Όχι όμως, γι’ αυτόν που ήταν η μάνα και πολλές φορές τη φώναζαν χαϊδευτικά «μανάκο». Όσο για το «καλιέ»,  της έμενε

σαν κύριο όνομα και άκουγες συχνά να λένε τι κάνει η «καλιέ», πώς πάει η «καλιέ». Και όταν πέθαινε

σε βαθύ γήρας έλεγαν όλοι με μια φωνή «πάει και η καλιέ».

Η μόνη εξήγηση ήταν ότι τότε σαν τρόπος καλής συμπεριφοράς ήταν να προσφωνούν κάποιον με τη λέξη «καλέ», όπως

«καλέ Μαρία» κτλ. Το ίδιο συνέβαινε και με τη γιαγιά, αντί να τη φωνάζουν «καλέ γιαγιά», για συντομία έμεινε το «καλέ»

και επειδή το (λ) λάμδα το πρόφεραν σαν (λι) γινόταν «καλιέ». Επίσης, ένα άλλο επίθετο που έλεγαν στην προγιαγιά ήταν το «μαμίτσα»

και όλοι της έδειχναν ιδιαίτερο σεβασμό. Ο τύπος αυτής της καλής Μαμίτσας δεν υπάρχει στην εποχή μας

επειδή οι γυναίκες φροντίζουν να μη γερνάνε.

Και μια που περιγράφω τα της γιαγιάς, ας σταθώ στα κορίτσια εκείνα, όταν έμπαιναν όλο ζωή και δροσιά, σα νύφες στα σπίτια

των πεθερικών. Εδώ γινόταν μια άλλη προσφώνηση, ίσως επειδή δεν υπήρχε πολύ οικειότητα μεταξύ τους, σαν νύφη ξεχνούσαν

το όνομά της και πολλές φορές τη φώναζαν «νύφη». Και έμενε σαν «νύφη» και τη φώναζαν έτσι εκτός από τα πεθερικά,

οι κουνιάδες και οι συγγενείς του ανδρός.

Την ίδια δεν τη στεναχωρούσε, ήταν τίτλος τιμής και αν μάλιστα έλεγαν η νύφη του τάδε, δηλαδή,

το όνομα του ανδρός. Και όταν κάποτε πέθαινε γερασμένη, κάποιοι συγγενείς έλεγαν «πάει η νύφη»!

Αλησμόνητες απόκριες κάποτε στο Κορωπί – Μέρος 2.

Πηγή : Από τις Λαογραφικές Αναμνήσεις «Το Κορωπί Κάποτε», της Τούλας Στεριώτη – mesogianews.

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

error: Content is protected !!